- βελονοπώλης
- βελονοπώλης, ο (θηλ. βελονόπωλις, -ιδος, η) (Α)αυτός που πουλάει βελόνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελονοπώλης — needle seller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοπωλῶν — βελονοπώλης needle seller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοπῶλαι — βελονοπώλης needle seller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελονοπώλην — βελονοπώλης needle seller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek